- -ιώτης
- (AM -ιώτης)κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος -ώτης με το ληκτικό στοιχείο -ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ-ι-ώτης, στάσις: στασ-ι-ώτης)η κατάλ. -ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή τής -της και απαντά αρχικά σε θέματα σε -ε / -ο (πρβλ. γαλε-ώτης, βο-ώτης), από όπου, αργότερα, επεκτάθηκε αναλογικά και σε άλλα (πρβλ. δεσμ-ώτης, θιασ-ώτης). Η κατάλ. -ιώτης απαντά ήδη από την Αρχαία σε ονόματα εθνικά που δηλώνουν προέλευση / τόπο καταγωγής (πρβλ. Ιταλ-ιώτης, Σαμ-ιώτης) και σε δηλωτικά προσώπων που έχουν σχέση ή ασχολούνται με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λ. (πρβλ. αγγελ-ιώτης, ταξιδ-ιώτης). Ιδιαίτερα παραγωγική υπήρξε στη Νέα Ελληνική η κατάλ. -ιώτης ως δηλωτική τόπου καταγωγής και, κατ' επέκτ., πολλών νεοελλ. επωνύμων (Βολ-ιώτης, Θρακ-ιώτης, Σαμ-ιώτης).Παραδείγματα λ. σε -ιώτης: επαρχιώτης, ιδιώτης, νησιώτης, πατριώτης, στρατιώτης, ταξιδιώτηςαρχ.αγγελιώτης, αιρεσιώτης, ασπιδιώτης, εσχατιώτης, ηλικιώτης, ηλιώτης, θυριώτης, Ιταλιώτης, Μασσαλιώτης, μηχανιώτης, Σικελιώτης, σκευοφοριώτης, σπαργανιώτης, στασιώτης, χερρονησιώτηςνεοελλ.Αγρινιώτης, Ανδριώτης, Γιαννιώτης, Καριώτης, πανηγυριώτης, τιμαριώτης, Χιώτης.
Dictionary of Greek. 2013.